ζαθερής

ζαθερής
ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη-θερής, ηλιο-θερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαθερεῖ — ζαθερής scorching masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ζαθερής scorching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαθερές — ζαθερής scorching masc/fem voc sg ζαθερής scorching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”